κόπτρα

κόπτρα
κόπτρα, τά,
A wages for cutting,

ἀράκου PLond.3.1171

(i B. C.), cf. PLips.106.7 (i A. D.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • κόπτρα — κόπτρα, τὰ (Α) [κόπτω] η αμοιβή για το κοπάνισμα τού σιταριού με την κοπτούρα* …   Dictionary of Greek

  • κοπτούρα — κοπτούρα, ἡ (Α) γουδί για κοπάνισμα σιταριού. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται ίσως για παραλλαγμένο τ. ενός αμάρτυρου *κόπτρα (< κόπτω)] …   Dictionary of Greek

  • κόπτω — (ΑM κόπτω) κόβω*. [ΕΤΥΜΟΛ. Η αναγωγή τού κόπτω σε ΙΕ ρίζα *skep / *skop / *skap «χωρίζω με κοφτερό αντικείμενο» (στην οποία ανήκουν τα σκάπτω, σκέπαρνος, κ.ά.) δεν μπορεί να απορριφθεί, αλλά ούτε και να αποδειχθεί.Το κόπτω είναι αντίστοιχο τού… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”